-
1 πλούσιος
A wealthy, opulent, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc. 171, Thgn. 621, etc.;πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT 455
;ἐμοὶ πένης.. πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El. 395
;μέγα π. Hdt.1.32
; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT 1070: prov., .2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος ;π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R. 521a
;-ώτερος εἰς τὸ γῆρας.. φρονήσεως Id.Plt. 261e
.3 c. dat.,π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18
;εἴκοσι μύξαις π... λύχνος Call.Epigr.56
;π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4
.II of things,σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω
richly furnished,S.
El. 361; ample, abundant,κτερίσματα E.Tr. 1249
;ὕδωρ Id.Fr.316.3
: [comp] Sup., . Adv.-ίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44
;π. ταφήσεται E.Alc.56
;κοίτας.. π. σεσαγμένας Eup.76
, cf. Ph.2.400, etc.;νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλούσιος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий